- επικίρνημι
- ἐπικίρνημι και ἐπικιρνῶ -έω, ιων. τ. τοὺ ἐπικεράννυμι* (Α)1. ανακατεύω, αναμιγνύω2. παθ. ἐπικίρναμαιγεμίζομαι με ανάμικτο κρασί («ἐπικέρναται [ὁ κρατήρ]», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κίρνημι, ποιητ. τ. τού κεράννυμι «αναμιγνύω»].
Dictionary of Greek. 2013.